- ἀμυγδαλίτης
- ἀμυγδαλίτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμυγδαλίτης — ο [αμυγδαλή] 1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλίτες οι αμυγδαλές τού λαιμού 2. φλεγμονή τών αμυγδαλών, αμυγδαλίτιδα … Dictionary of Greek
αμυγδαλή — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek